δόξαντες

δόξαντες
δοκέω
expect
aor part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσενυβρίζω — Α [ἐνυβρίζω] φέρομαι υβριστικά σε κάποιον ή τόν κακομεταχειρίζομαι επί πλέον («οἱ τῶν Μεσσηνίων ἔφοροι,... προσενυβρίζεσθαι δόξαντες», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”